γιόγκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιόγκι < γιόγκα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γιόγκι αρσενικό άκλιτο
- ο ασκητής που εφαρμόζει κάποιο τύπο γιόγκα ή γενικά ένα άτομο που και δίχως να ασκητεύει, πάντως ασκεί διαρκώς κάποια μορφή γιόγκα