γυμνάδδομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γυμνάδδομαι < πιθανώς από νωρίτερο τύπο *γυμνάσσομαι (όπως στον τύπο γυμμνασσέσθωσαν) με δωρισμό -δδ- αντί του -σσ- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (για το [ζ/δδ] αλλαγή επίσης: ϝεργάδδομαι, χρῄδδω)
Ρήμα
[επεξεργασία]γυμνάδδομαι
- δωρικός τύπος του γυμνάζομαι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 81 (81-82)
- [μιλά η Λαμπιτώ] μάλα γ᾽ οἰῶ ναὶ τὼ σιώ· γυμνάδδομαι γὰρ καὶ ποτὶ πυγὰν ἅλλομαι.
- Και ναι, μά το ζευγάρι των Διοσκούρων! Γυμνάζομαι πολύ κι άμα πηδάω, οι φτέρνες μου χτυπάν στον πισινό μου.
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- Και ναι, μά το ζευγάρι των Διοσκούρων! Γυμνάζομαι πολύ κι άμα πηδάω, οι φτέρνες μου χτυπάν στον πισινό μου.
- [μιλά η Λαμπιτώ] μάλα γ᾽ οἰῶ ναὶ τὼ σιώ· γυμνάδδομαι γὰρ καὶ ποτὶ πυγὰν ἅλλομαι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 81 (81-82)
Πηγές
[επεξεργασία]- γυμνάδδομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.