δάμαλις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δάμαλις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δάμαλις θηλυκό

  1. η δαμαλίδα, η δαμάλα, η νεαρή αγελάδα
  2. (μεταφορικά) κοπέλα παρθένα

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • σπανιότερα εμφανίζεται γραμματικά και ως αρσενικό