δαμάλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαμάλα | οι | δαμάλες |
γενική | της | δαμάλας | των | δαμαλών |
αιτιατική | τη | δαμάλα | τις | δαμάλες |
κλητική | δαμάλα | δαμάλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δαμάλα < αρχαία ελληνική σπάνιο: η δαμάλη, σύνηθες: το δαμάλι, η δάμαλις < δαμάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δαμάλα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) η αγελάδα νεαρής ηλικίας που δεν έχει γεννήσει ακόμα
- (αναλυτικότερα) νεαρή αγελάδα, από οκτώ μηνών έως τριών ετών, που δεν έχει γεννήσει ακόμη
- Το νταβραμπά! Ήρθε να μας βάλει στη θεογνωσία. Δεν κοιτάζει τις δικές τους παραλυσίες που δεν αφήνουν μήτε δαμάλα αβάτευτη, μόνο έρχεται να μας ανοίξει τάχα το δρόμο που πάει στον παράδεισο (Γαλάτεια Καζαντζάκη, Οι λεπροί, 1981)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη δαμάλι