δανειοδότησε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δανειοδότησε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος δανειοδοτώ
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος δανειοδοτώ