δασοκομάντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δασοκομάντο αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (νεολογισμός, ανεπίσημο) ειδικά εκπαιδευμένο στέλεχος πυροσβεστικής ή δασικής υπηρεσίας, που ενεργεί σε επιχειρήσεις κατάσβεσης πυρκαγιών
- ※ Την πρόσληψη 440 δασοκομάντο, και επιπλέον επιστημονικού προσωπικού 60 ατόμων, που θα στελεχώσουν τις Ειδικές Μονάδες Δασικών Επιχειρήσεων, τη σύσταση των οποίων είχε εξαγγείλει ο πρωθυπουργός μετά τις μεγαπυρκαγιές που έπληξαν τη χώρα το καλοκαίρι του 2021 προβλέπει τροπολογία του υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας που κατατέθηκε στη Βουλή.
- Κατατέθηκε στη Βουλή η τροπολογία για προσλήψεις 500 «δασοκομάντο», skai.gr, 16 Φεβρουαρίου 2022
- ※ Την πρόσληψη 440 δασοκομάντο, και επιπλέον επιστημονικού προσωπικού 60 ατόμων, που θα στελεχώσουν τις Ειδικές Μονάδες Δασικών Επιχειρήσεων, τη σύσταση των οποίων είχε εξαγγείλει ο πρωθυπουργός μετά τις μεγαπυρκαγιές που έπληξαν τη χώρα το καλοκαίρι του 2021 προβλέπει τροπολογία του υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας που κατατέθηκε στη Βουλή.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- στον πληθυντικό αριθμό ενίοτε χρησιμοποιείται και ο τύπος δασοκομάντος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δασοκομάντο
|