δασώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δασώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δασώνω
- θα δασώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δασώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δασώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δάσωση