δεσμών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Δέσμων

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

δεσμών θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του δέσμη

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

δεσμών αρσενικό

  1. γενική πληθυντικού του δεσμός