δεσμών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δεσμών θηλυκό
- γενική πληθυντικού του δέσμη
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δεσμών αρσενικό
- γενική πληθυντικού του δεσμός