δηλητηρίασης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δηλητηρίασης θηλυκό
- γενική ενικού του δηλητηρίαση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- δηλητηριάσεως (λόγιο)
δηλητηρίασης θηλυκό