δημηγόρησε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δημηγόρησε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος δημηγορώ
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος δημηγορώ
δημηγόρησε