διάρπαξε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διάρπαξε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος διαρπάζω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος διαρπάζω
διάρπαξε