Μετάβαση στο περιεχόμενο

διαβίωσις

Από Βικιλεξικό

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαβίωσις < αρχαία ελληνική διαβιόω / διαβιῶ + -σις < δια- + βιόω / βιῶ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαβίωσις θηλυκό