διαβουλεύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διαβουλεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του διαβούλευση
- εναλλακτικά: διαβούλευσης
διαβουλεύσεως θηλυκό