διακόσμησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διακόσμησης θηλυκό
- γενική ενικού του διακόσμηση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- διακοσμήσεως (λόγιο)
διακόσμησης θηλυκό