διακύβευσε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

διακύβευσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος διακυβεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος διακυβεύω