Μετάβαση στο περιεχόμενο

διακυβεύω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διακυβεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακυβεύω < διά (δια-) + κυβεύω < κύβος (ζάρι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði̯a.ciˈve.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διακυβεύω

διακυβεύω, αόρ.: διακύβευσα, παθ.φωνή: διακυβεύομαι, π.αόρ.: διακυβεύτηκε/διακυβεύθηκε, μτχ.π.π.: διακυβευμένος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διακυβεύω < δια- + κυβεύω < κύβος (ζάρι)

διακυβεύω (ελληνιστική κοινή)

  1. παίζω ζάρια με κάποιον
  2. (μεταφορικά) διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω