διακύβευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διακύβευμα τα διακυβεύματα
      γενική του διακυβεύματος των διακυβευμάτων
    αιτιατική το διακύβευμα τα διακυβεύματα
     κλητική διακύβευμα διακυβεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακύβευμα < διακυβεύω + -μα < (ελληνιστική κοινήδιακυβεύω < διά + κυβεύω < κύβος (ζάρι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διακύβευμα ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]