εμπειρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπειρικά < εμπειρικ(ός) + -ά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /em.bi.ɾiˈka/
Επίρρημα[επεξεργασία]
εμπειρικά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- εμπειρικώς (λόγιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπειρικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εμπειρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εμπειρικό