διακυβεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.ciˈve.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κυ‐βεύ‐ο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

διακυβεύομαι, π.αόρ.: διακυβεύτηκε/διακυβεύθηκε, μτχ.π.π.: διακυβευμένος, (ενεργ.: διακυβεύω)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

διακυβεύομαι