Μετάβαση στο περιεχόμενο

risk

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
risk risks

risk (en)

  • το ρίσκο, ο κίνδυνος, η πιθανότητα να εμφανιστεί ένας κίνδυνος
    παράδειγμα  I’m taking on the business risk.
    Παίρνω το επιχειρηματικό ρίσκο.
    παράδειγμα  There’s a risk of coastal cities flooding from melting ice.
    Υπάρχει κίνδυνος να πλημμυρίσουν οι παραθαλάσσιες πόλεις από την τήξη των πάγων.
    παράδειγμα  I’m at risk/I run the risk of losing my job.
    Κινδυνεύω να χάσω τη δουλειά μου.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας risk
γ΄ ενικό ενεστώτα risks
αόριστος risked
παθητική μετοχή risked
ενεργητική μετοχή risking

risk (en)

  • ρισκάρω, κινδυνεύω, διακινδυνεύω, βάζω κάτι πολύτιμο ή σημαντικό σε μια επικίνδυνη κατάσταση, στην οποία θα μπορούσε να χαθεί ή να καταστραφεί
    παράδειγμα  Don’t risk it because I’m sure you’ll fail.
    Μην (το) ρισκάρεις, γιατί είμαι βέβαιος ότι θα αποτύχεις.
    παράδειγμα  He risks losing it all.
    Κινδυνεύει να τα χάσει όλα.
    παράδειγμα  He saved the child risking his own life.
    Έσωσε το παιδί διακινδυνεύοντας τη δική του ζωή.