διαλεκτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: διαλεκτικῶς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαλεκτικώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλεκτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε διαλεκτικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

διαλεκτικώς

Πηγές[επεξεργασία]