διαμαρτάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]διαμαρτάνω
- αποτυγχάνω πλήρως, πέρα για πέρα χάνω το στόχο μου, παρεκτρέπομαι ολότελα, διαψεύδω και διαψεύδομαι
- ἔρημοι συμμάχων γεγενημένοι καὶ τῶν ἐλπίδων ἁπασῶν διημαρτηκότες : και την ώρα που από συμμάχους (οι Αθηναίοι) ήταν έρημοι, γυμνοί απο κάθε ελπίδα (μετάφραση Στ. Μπαζάκου-Μαραγκουδάκη)- την ώρα που (οι Αθηναίοι) είχαν εγκαταλειφθεί από τους συμμάχους τους και είχαν προδοθεί όλες τους οι ελπίδες (μετάφραση George Norlin)