διαψεύδω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαψεύδω < (ελληνιστική κοινή) διαψεύδω < αρχαία ελληνική διαψεύδομαι ή διά και ψεύδω
Ρήμα
[επεξεργασία]διαψεύδω (μεσοπαθητικό: διαψεύδομαι)
- δηλώνω με λόγια ή πράξεις ότι κάτι δεν είναι αληθινό, παρουσιάζω την δική μου εκδοχή για την αλήθεια
- Πάμε στο δικαστήριο και θα σε διαψεύσω με στοιχεία
- Ο υπουργός Οικονομικών διέψευσε το άρθρο που τον έφερε να δηλώνει νέα μέτρα για τις συντάξεις
- αποδεικνύω με λόγια ή πράξεις ότι μια προσδοκία δεν είναι δυνατόν να επαληθευτεί, υλοποιηθεί, πραγματοποιηθεί, προδίδω, απογοητεύω
- Η χρηματοκεντρική διαχείριση διέψευσε τις ελπίδες μας για έξοδο από την κρίση
- Νόμιζα ότι ήσουν ξεχωριστό και τίμιο παιδί, αλλά με διέψευσες
- (μεσοπαθητικό) με βγάζουν ψεύτη, κάτι το παρουσιάζουν ως ψευδές
- Ο υπουργός Οικονομικών διαψεύσθηκε από τον πρωθυπουργό
- Διαψεύσθηκε αργά χτες το βράδυ η είδηση ότι νοσηλευόταν βαριά άρρωστος ο...
- (μεσοπαθητικό) προδίδονται οι ελπίδες ή οι προσδοκίες μου. άλλοι δείχνουν ότι κάτι που υποσχέθηκα δεν ήταν αληθινό ή δεν μπορούσε να υλοποιηθεί
- Νόμιζα ότι η αγάπη μας θα άντεχε για πάντα, αλλά τελικά διαψεύσθηκα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αυτοδιαψεύδομαι (αναιρώ ο ίδιος ή αδυνατώ να υλοποιήσω κάτι που υποσχέθηκα)
- "αλληλοδιαψεύονται" (αδόκιμα τα τρία πρόσωπα ενικού)
- αλληλοδιάψευση (αντικρουόμενες δηλώσεις ισόβαθμων ατόμων για το ίδιο θέμα)
- διαψευσμένος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαψεύδω | διέψευδα | θα διαψεύδω | να διαψεύδω | διαψεύδοντας | |
β' ενικ. | διαψεύδεις | διέψευδες | θα διαψεύδεις | να διαψεύδεις | διάψευδε | |
γ' ενικ. | διαψεύδει | διέψευδε | θα διαψεύδει | να διαψεύδει | ||
α' πληθ. | διαψεύδουμε | διαψεύδαμε | θα διαψεύδουμε | να διαψεύδουμε | ||
β' πληθ. | διαψεύδετε | διαψεύδατε | θα διαψεύδετε | να διαψεύδετε | διαψεύδετε | |
γ' πληθ. | διαψεύδουν(ε) | διέψευδαν διαψεύδαν(ε) |
θα διαψεύδουν(ε) | να διαψεύδουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διέψευσα | θα διαψεύσω | να διαψεύσω | διαψεύσει | ||
β' ενικ. | διέψευσες | θα διαψεύσεις | να διαψεύσεις | διάψευσε | ||
γ' ενικ. | διέψευσε | θα διαψεύσει | να διαψεύσει | |||
α' πληθ. | διαψεύσαμε | θα διαψεύσουμε | να διαψεύσουμε | |||
β' πληθ. | διαψεύσατε | θα διαψεύσετε | να διαψεύσετε | διαψεύστε | ||
γ' πληθ. | διέψευσαν διαψεύσαν(ε) |
θα διαψεύσουν(ε) | να διαψεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαψεύσει | είχα διαψεύσει | θα έχω διαψεύσει | να έχω διαψεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαψεύσει | είχες διαψεύσει | θα έχεις διαψεύσει | να έχεις διαψεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαψεύσει | είχε διαψεύσει | θα έχει διαψεύσει | να έχει διαψεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαψεύσει | είχαμε διαψεύσει | θα έχουμε διαψεύσει | να έχουμε διαψεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαψεύσει | είχατε διαψεύσει | θα έχετε διαψεύσει | να έχετε διαψεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαψεύσει | είχαν διαψεύσει | θα έχουν διαψεύσει | να έχουν διαψεύσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαψεύδω
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαψεύδω < αρχαία ελληνική διαψεύδομαι ή διά και ψεύδω
Ρήμα
[επεξεργασία]διαψεύδω ( μέσο και παθητικό διαψεύδομαι)
- εξαπατώ
- πολὺ γὰρ μᾶλλον εὐνοίας καὶ φιλανθρωπίας τὰ παρόντα πράγματα δεῖται ἢ ταραχῆς καὶ δυσμενείας, ὧν ὑπερβολῇ χρώμενοί τινες ἐργολαβοῦσι καθ᾽ ὑμῶν εἰς ὑποδοχὴν πραγμάτων, ὧν διαψεύσειεν αὐτοὺς ὁ λογισμός (: η παρούσα κατάσταση απαιτεί καλή πρόθεση και πραότητα παρά κακή πρόθεση και αναταραχή, στοιχεία που για δικό τους όφελος χρησιμοποιούν υπερβολικά ορισμένοι εναντίον σας, και των οποιων οι υπολογισμοί ελπίζω να μη βγουν αληθινοί -Δημοσθένης)
- (μέσο και παθητικό) διαψεύδομαι, κάνω λάθος, πέφτω έξω
- οἱ δὲ μὴ εἰδότες, ἀλλὰ διεψευσμένοι τῆς ἑαυτῶν δυνάμεως, πρός τε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τἆλλα ἀνθρώπινα πράγματα ὁμοίως διάκεινται (: εκείνοι που δεν ξέρουν και που δεν εκτιμουν σωστά τις δυνάμεις τους, έχουν την ίδια στάση και προς τους άλλους ανθρώπους και προς τά άλλα ζητήματα της κοινωνίας -Ξενοφώντας)
- (παθητικό) προδίδομαι, εξαπατώμαι
→ δείτε τη λέξη ψεύδω