διανύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διανύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος διανύω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διανύομαι | διανυόμουν(α) | θα διανύομαι | να διανύομαι | ||
β' ενικ. | διανύεσαι | διανυόσουν(α) | θα διανύεσαι | να διανύεσαι | (διανύου) | |
γ' ενικ. | διανύεται | διανυόταν(ε) | θα διανύεται | να διανύεται | ||
α' πληθ. | διανυόμαστε | διανυόμαστε διανυόμασταν |
θα διανυόμαστε | να διανυόμαστε | ||
β' πληθ. | διανύεστε | διανυόσαστε διανυόσασταν |
θα διανύεστε | να διανύεστε | (διανύεστε) | |
γ' πληθ. | διανύονται | διανύονταν διανυόντουσαν |
θα διανύονται | να διανύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διανύθηκα | θα διανυθώ | να διανυθώ | διανυθεί | ||
β' ενικ. | διανύθηκες | θα διανυθείς | να διανυθείς | διανύσου | ||
γ' ενικ. | διανύθηκε | θα διανυθεί | να διανυθεί | |||
α' πληθ. | διανυθήκαμε | θα διανυθούμε | να διανυθούμε | |||
β' πληθ. | διανυθήκατε | θα διανυθείτε | να διανυθείτε | διανυθείτε | ||
γ' πληθ. | διανύθηκαν διανυθήκαν(ε) |
θα διανυθούν(ε) | να διανυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διανυθεί | είχα διανυθεί | θα έχω διανυθεί | να έχω διανυθεί | διανυμένος | |
β' ενικ. | έχεις διανυθεί | είχες διανυθεί | θα έχεις διανυθεί | να έχεις διανυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διανυθεί | είχε διανυθεί | θα έχει διανυθεί | να έχει διανυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διανυθεί | είχαμε διανυθεί | θα έχουμε διανυθεί | να έχουμε διανυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διανυθεί | είχατε διανυθεί | θα έχετε διανυθεί | να έχετε διανυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διανυθεί | είχαν διανυθεί | θα έχουν διανυθεί | να έχουν διανυθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διανύομαι
|