διασίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

διασίζω < *διασακίζω < διασάκι

Ρήμα[επεξεργασία]

διασίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

διασίζω < δια- + σίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

διασίζω

Πηγές[επεξεργασία]