διασυνδέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ρήμα[επεξεργασία]
διασυνδέω
- συνδέω εγγενώς, εσωτερικά, δομικά ή ψηφιακά
- συνδέω με περισσότερη έμφαση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασυνδέω