διασυνδέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

διασυνδέω < δια- + συνδέω

Προφορά[επεξεργασία]

/?/

Ρήμα[επεξεργασία]

διασυνδέω

  1. συνδέω εγγενώς, εσωτερικά, δομικά ή ψηφιακά
  2. συνδέω με περισσότερη έμφαση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]