διατυμπανίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διατυμπανίζομαι, π.αόρ.: διατυμπανίστηκα, μτχ.π.π.: διατυμπανισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος διατυμπανίζω