διατυμπανίσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διατυμπανίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διατυμπανίζω
  2. θα διατυμπανίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διατυμπανίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

διατυμπανίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διατυμπάνιση