διαφυλάξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διαφυλάξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφυλάττω
- θα διαφυλάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφυλάττω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διαφυλάξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαφύλαξη