διαφωτίσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

διαφωτίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφωτίζω
  2. θα διαφωτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφωτίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

διαφωτίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαφώτιση