διαφωτίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]διαφωτίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφωτίζω
- θα διαφωτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφωτίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]διαφωτίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαφώτιση