διεθνοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διεθνοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διεθνοποιώ
- θα διεθνοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διεθνοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διεθνοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διεθνοποίηση