διεστραμμένως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διεστραμμένως < διεστραμμένος
Επίρρημα[επεξεργασία]
διεστραμμένως
- με ανήθικο, διεστραμμένο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διεστραμμένως