διμηνιαίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διμηνιαίως < διμηνιαίος
Επίρρημα[επεξεργασία]
διμηνιαίως
- για την απόδοση της καταθέσεως θα ενημερώνεσθε διμηνιαίως
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διμηνιαίως