διμηνιαίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δίμηνος, διμηνίτικος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διμηνιαίος η διμηνιαία το διμηνιαίο
      γενική του διμηνιαίου της διμηνιαίας του διμηνιαίου
    αιτιατική τον διμηνιαίο τη διμηνιαία το διμηνιαίο
     κλητική διμηνιαίε διμηνιαία διμηνιαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διμηνιαίοι οι διμηνιαίες τα διμηνιαία
      γενική των διμηνιαίων των διμηνιαίων των διμηνιαίων
    αιτιατική τους διμηνιαίους τις διμηνιαίες τα διμηνιαία
     κλητική διμηνιαίοι διμηνιαίες διμηνιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διμηνιαίος < διμηνία + -αίος < ελληνιστική κοινή διμηνία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.mi.niˈe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐μη‐νι‐αίο‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

διμηνιαίος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]