διορθόδοξοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

διορθόδοξοι αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

^ διορθόδοξη