διοχλέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διοχλέω < διά και ὀχλέω


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διοχλέω

  1. ενοχλώ ιδιαίτερα
  2. ταράζω