διπλή δίεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
διπλή δίεση θηλυκό
- (μουσική) αλλοίωση που αυξάνει το τονικό ύψος ενός φθόγγου κατά δύο ημιτόνια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διπλή δίεση