διπλοσέλινο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διπλοσέλινο < διπλο- + σελίν(ι) + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διπλοσέλινο ουδέτερο (κυπριακά)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]