δραματολογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]δραματολογικά < δραματολογικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]δραματολογικά
- από δραματολογική άποψη· από τη σκοπιά της δραματολογίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δραματολογικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]δραματολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δραματολογικό