δυσδιακρίτως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσδιακρίτως < δυσδιάκριτ(ος)- + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

δυσδιακρίτως

Πηγές[επεξεργασία]