δυστραχηλέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυστραχηλέω < δυστράχηλος + -έω < δυσ- + τράχηλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυστραχηλέω
- είμαι σκληροτράχηλος, πεισματάρης
- Θυέστης δὲ δυστραχηλῶν καὶ νόμους παρατρέχων. (Ιωάννης Τζέτζης, Χιλιάδες, 1, 430)