εγκαινιάσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]εγκαινιάσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εγκαινίαση
- εναλλακτικά: εγκαινίασης
εγκαινιάσεως θηλυκό