εγκαινίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγκαινίαση | οι | εγκαινιάσεις |
γενική | της | εγκαινίασης* | των | εγκαινιάσεων |
αιτιατική | την | εγκαινίαση | τις | εγκαινιάσεις |
κλητική | εγκαινίαση | εγκαινιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαινιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκαινίαση < εγκαινιάζω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εγκαινίαση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκαινίαση
|