εγχειρηματοποιήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εγχειρηματοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εγχειρηματοποίηση
- εναλλακτικά: εγχειρηματοποίησης