εκγυμνάσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εκγυμνάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκγυμνάζω
- θα εκγυμνάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκγυμνάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εκγυμνάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκγύμναση