εκδιώξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εκδιώξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκδιώκω
- θα εκδιώξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκδιώκω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εκδιώξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκδίωξη