εκτιμώντας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Μετοχή[επεξεργασία]

εκτιμώντας άκλιτο

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εκτιμάω / εκτιμώ
    Εκτιμώντας το προς πώληση ακινητο, έκρινε ότι δεν άξιζε τα 80.000 ευρώ που ζητούσε ο πωλητής
    Εκτιμώντας την γενική οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα του 2012 και τις προοπτικές της χώρας, αποφάσισε να μεταναστεύσει
    Δεν συμμετείχε στην κυβέρνηση συνασπισμού εκτιμώντας ότι αυτή θα ήταν καταδικασμένη εξαρχής στην αποτυχία
    Δέχτηκα εκτιμώντας την ειλικρινειά τους
    Άρχισα τη συνεργασία εκτιμώντας τον Κώστα για την τεχνογνωσία του, αλλά μετάνιωσα