εκτυφλωτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκτυφλωτικά < εκτυφλωτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
εκτυφλωτικά
- με εκτυφλωτικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκτυφλωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εκτυφλωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκτυφλωτικό