Μετάβαση στο περιεχόμενο

εκφορτώσεις

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εκφορτώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκφορτώνω
  2. θα εκφορτώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκφορτώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

εκφορτώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκφόρτωση