ελεεινολογήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ελεεινολογήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ελεεινολόγηση
- εναλλακτικά: ελεεινολόγησης
ελεεινολογήσεως θηλυκό